Νοητική καθυστέρηση

Γράφτηκε από
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

 Νοητική Καθυστέρηση—Σύνδρομο Down

 Νοητική Καθυστέρηση

 Η νοητική καθυστέρηση πρέπει να τονιστεί ότι δεν αποτελεί μια συγκεκριμένη και αυτόνομη διαταραχή, αλλά εμφανίζεται ως πρωτεύον ή δευτερεύον σύμπτωμα πολλών άλλων διαταραχών, όπως, ο αυτισμός. Ανάλογα με την βαρύτητα της, η νοητική καθυστέρηση χωρίζεται στις παρακάτω διαβαθμίσεις:

 1)    Ήπια νοητική καθυστέρηση με δείκτη νοημοσύνης από 50-55 έως 70.

2)   Μέτρια νοητική καθυστέρηση με δείκτη νοημοσύνης από 35-40 έως 50-55.

3)   Σοβαρή νοητική καθυστέρηση με δείκτη νοημοσύνης από 20-25 έως 30-35 και

4)   Βαριά νοητική καθυστέρηση με δείκτη νοημοσύνης κάτω 20 ή 25.

 Ο δείκτης νοημοσύνης ή νοητικό πηλίκο υπολογίζεται με βάση τη χρονολογική και τη νοητική ηλικία του παιδιού. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο φυσιολογικός δείκτης νοημοσύνης κυμαίνεται από 70 έως 130 με μέση τιμή το 100. Το ευρύτερα αποδεκτό εργαλείο αξιολόγησης της νοημοσύνης για παιδιά και εφήβους ηλικίας έως 17 ετών είναι το WISC, το οποίο χρησιμοποιούμε και στο κέντρο μας. Ωστόσο, χρησιμοποιούμε και άλλα τεστ για να αξιολογήσουμε τις επιμέρους δεξιότητες που έχει κάθε παιδί και μπορούν να αξιοποιηθούν θεραπευτικά.

Υπάρχουν πάνω από 1.000 γνωστά αίτια που προκαλούν νοητική καθυστέρηση και χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τα οργανικά αίτια και συνδέεται συνήθως με τις πιο βαριές μορφές καθυστέρησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες, έκφραση των οποίων είναι το σύνδρομο Down. Η δεύτερη ομάδα αιτίων περιλαμβάνει περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η πολιτισμική και κοινωνική θέση της οικογένειας και συνδέεται με πιο ήπιες μορφές νοητικής καθυστέρησης. Το ποσοστό των ατόμων με νοητική καθυστέρηση ανέρχεται περίπου σε 1 έως 3% του γενικού πληθυσμού.

 Σύνδρομο Down

 Το σύνδρομο Downείναι η πιο κοινά αποδεκτή αιτία της νοητικής καθυστέρησης. Όπως υποδηλώνει και η χρήση του όρου σύνδρομο, αποτελεί ένα σύνολο από κοινά χαρακτηριστικά που εμφανίζονται και στο σωματικό επίπεδο και οφείλεται στη δημιουργία ενός επιπλέον χρωμοσώματος στο 21ο ζευγάρι. Η εμφάνιση του συνδρόμου Downείναι περίπου 1:770 παιδιά και εμφανίζεται κυρίως σε κυήσεις που οι μητέρες είναι ηλικίας άνω των 35 ετών. Η διάγνωση μπορεί να γίνει είτε προγεννητικά με ειδικές εξετάσεις, είτε αμέσως μετά τη γέννα, εξαιτίας των εμφανών χαρακτηριστικών του προσώπου.

 Αρκετά παιδιά με σύνδρομο Downέχουν πρόβλημα στην όραση, αλλά λόγω της μικρής «γέφυρας» της μύτης δεν μπορούν να στερεώσουν τα γυαλιά τους. Είναι επιρρεπή σε κρυώματα και μολύνσεις και αρκετές φορές παρουσιάζουν απώλεια ή μείωση της ακοής, εξαιτίας χρόνιας ωτίτιδας. Δεδομένου ότι η γλώσσα του παιδιού είναι συχνά μεγαλύτερη δεν μπορεί να την κρατήσει μέσα στο στόμα και αυτό επηρεάζει την αναπνοή και την άρθρωση και κατά συνέπεια δημιουργεί προβλήματα στην ομιλία. Επειδή ο μυϊκός τους τόνος είναι πιο χαλαρός από των άλλων παιδιών, μπορεί να δυσκολεύονται στο βάδισμα, στο πήδημα, στο τρέξιμο και επομένως στη συμμετοχή σε ομαδικά κινητικά παιχνίδια. Μερικά παιδιά με σύνδρομο Downέχουν πιο κοντά και αδύνατα δάχτυλα, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν προβλήματα στις λεπτές κινητικές δεξιότητες. Τέλος, επειδή τα περισσότερα παιδιά με σύνδρομο Downέχουν εξαιρετικά μεγάλη όρεξη, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για να μην αντιμετωπίσουν προβλήματα με το βάρος τους.

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Νευροϊνωμάτωση τύπου 1 Ομιλίες-Ημερίδες-Workshop »